- άζωστος
- -η, -ο (Α ἄζωστος, -ον)αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένοςαρχ.ο μη οπλισμένος, άοπλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. τού ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄζωστος — ungirt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωστος — η, ο αυτός που δεν είναι ζωσμένος: Στο Βυζάντιο καμιά γυναίκα ανώτερης κοινωνικής τάξης δεν έπρεπε να είναι άζωστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄζωστον — ἄζωστος ungirt masc/fem acc sg ἄζωστος ungirt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώστοις — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώστου — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώστους — ἄζωστος ungirt masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώστων — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώστῳ — ἄζωστος ungirt masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζωστοι — ἄζωστος ungirt masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωνος — η, ο (AM ἄζωνος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν φορά ζώνη, ο άζωστος αρχ. μσν. ο μη περιορισμένος από ζώνες ή χώρες, ο μη επιχώριος (ιδιαίτερα για θεούς, τών οποίων η λατρεία ήταν διαδεδομένη παντού και όχι μόνο σε ορισμένη περιοχή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ… … Dictionary of Greek